- σοφοτέχνης
- σοφοτέχνης, ου, ὁ,A skilled in art, in nom. pl. σοφοτεχνήϊες (sic), Epigr.Gr.841.3 (Thrace, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σοφοτέχνης — ό, πληθ. σοφοτεχνήϊες, Α έμπειρος, επιδέξιος σε μια τέχνη, μάστορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. άριστο τέχνης, ποικιλο τέχνης] … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek